-
1 εὔ-κροτος
-
2 ἀνά-παιστος
ἀνά-παιστος, zurückgeschlagen, zurückprallend, gew. ὁ ἀν., sc. πούς, der Anapäst, als Versfuß, ñ ñ –. Bes. οἱ ἀνάπ., Theil der Parabase, Ar. Equ. 504 Pax 719 Av. 684; vgl. Aesch. 1, 157; τὰ ἀνάπαιστα, in Anapästen abgefaßte Spottgedichte, übh. Spott, Plut. Pericl. 33; Luc.
См. также в других словарях:
ἀνάπαιστα — ἀνάπαιστος hammered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάπαιστος — Μετρικός πόδας. Αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή στην αρχαία ελληνική ποίηση και από δύο άτονες και μία τονισμένη στη νεότερη. Το κύριο σχήμα του είναι το εξής: άρση θέση ’ Σε πολλές περιπτώσεις, τα αναπαιστικά μέτρα δέχονται… … Dictionary of Greek